αχρονολόγητος

αχρονολόγητος
η , ο [ος , ον ]
1) недатированный, не имеющий определённой даты; 2) не могущий быть датированным

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "αχρονολόγητος" в других словарях:

  • αχρονολόγητος — η, ο 1. αυτός που δεν φέρει χρονολογία 2. αυτός που δεν μπορεί να χρονολογηθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + χρονολογώ ( έω). Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Αναστ. Πολυζωίδη] …   Dictionary of Greek

  • αχρονολόγητος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν είναι χρονολογημένος: Το χειρόγραφο που βρέθηκε είναι αχρονολόγητο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμηνολόγητος — η, ο 1. αυτός που δεν φέρει χρονολογική ένδειξη ως προς τον μήνα 2. ο δίχως χρονολογία, αχρονολόγητος 3. (γυναίκα) με άτακτη εμμηνόρροια. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + μηνολογώ*] …   Dictionary of Greek

  • Μέτσου, Γκάμπριελ — (Gabriel Metsu, Λέιντεν 1629 – Άμστερνταμ 1667). Ολλανδός ζωγράφος. Παρά τη σύντομη σταδιοδρομία του, κληροδότησε στις επόμενες γενιές σημαντικό έργο. Ορισμένα από τα πλέον αγαπημένα θέματά του ήταν οι μουσικοί θίασοι, οι γεροντικές μορφές… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»